Drėgmė graikiškai
Vertimas: drėgmė, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
περιχύω, υγρασία, υγρός, βρεγμένος, υγρασίας, την υγρασία, της υγρασίας, η υγρασία
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: drėgmė
drėgmė namuose, drėgmė patalpose, drėgmė bute, drėgmė rūsyje, drėgmė uab, drėgmė kalbų žodynas graikų, drėgmė graikiškai
Vertimai
- drąsa graikiškai - γενναιότητα, θάρρος, τόλμη, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
- drąsus graikiškai - θαρραλέος, έντονος, τόλμημα, γενναίος, παράτολμος, περιπετειώδη, περιπετειώδεις, ...
- drėgnas graikiškai - υγρός, νωπός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
- drėkinimas graikiškai - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
Atsitiktiniai žodžiai
Drėgmė graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: περιχύω, υγρασία, υγρός, βρεγμένος, υγρασίας, την υγρασία, της υγρασίας, η υγρασία
Vertimai: περιχύω, υγρασία, υγρός, βρεγμένος, υγρασίας, την υγρασία, της υγρασίας, η υγρασία