Drevėtas graikiškai
Vertimas: drevėtas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, βαθουλωμένος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: drevėtas
drevėtas ąžuolas, drevėtas kalbų žodynas graikų, drevėtas graikiškai
Vertimai
- drenažas graikiškai - στραγγίζω, οχετός, αποχέτευση, αποστράγγισης, αποστράγγιση, αποχέτευσης, παροχέτευση
- dresiruoti graikiškai - μορφώνω, τρένο, αναπτύσσω, αμαξοστοιχία, αναπτύσσομαι, εκπαιδεύω, εξημερώνω, ...
- drobė graikiškai - καμβάς, καμβά, μουσαμά, σε καμβά
- drovus graikiškai - άτολμος, διστακτικός, ντροπαλός, ντροπαλό, ντροπαλή, ντροπαλοί, ντροπαλός για
Atsitiktiniai žodžiai
Drevėtas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, βαθουλωμένος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Vertimai: υπόκωφος, κοίλος, κούφιος, βαθουλωμένος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια