Ferma graikiškai
Vertimas: ferma, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: ferma
ferma nugriovimui, ferma parduoda, ferma zaidimai, ferma online, ferma principas, ferma kalbų žodynas graikų, ferma graikiškai
Vertimai
- fenomenas graikiškai - φαινόμενο, φαινομένου, το φαινόμενο, του φαινομένου, φαινόμενο αυτό
- feodalizmas graikiškai - φεουδαρχία, φεουδαρχίας, τη φεουδαρχία, φεουδαλισμού, την φεουδαρχία
- fermentas graikiškai - ένζυμο, ενζύμου, ενζύμων, του ενζύμου, ένζυμο που
- fermeris graikiškai - αγρότης, γεωργός, γεωργό, γεωργού, αγρότη
Atsitiktiniai žodžiai
Ferma graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
Vertimai: αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων