Galvoti graikiškai
Vertimas: galvoti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
σκέφτομαι, σκέπτομαι, νομίζω, θεωρώ, πιστεύω, νομίζετε, σκεφτείτε, σκέφτονται, πιστεύουν
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: galvoti
sunku galvoti, galvoti zaidimai, galvoti conjugation, conjugate galvoti, galvoti sinonimai, galvoti kalbų žodynas graikų, galvoti graikiškai
Vertimai
- galingas graikiškai - κραταιός, ισχυρός, άκαμπτος, αλύγιστος, δυνατός, ισχυρό, ισχυρή, ...
- galininkas graikiškai - αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική
- galėti graikiškai - κουτί, μπορώ, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
- gama graikiškai - λέπι, κλίμακας, κλίμακα, κλιμάκωση, σειρά, εμβέλεια, φάσμα, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Galvoti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: σκέφτομαι, σκέπτομαι, νομίζω, θεωρώ, πιστεύω, νομίζετε, σκεφτείτε, σκέφτονται, πιστεύουν
Vertimai: σκέφτομαι, σκέπτομαι, νομίζω, θεωρώ, πιστεύω, νομίζετε, σκεφτείτε, σκέφτονται, πιστεύουν