Gama graikiškai
Vertimas: gama, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
λέπι, κλίμακας, κλίμακα, κλιμάκωση, σειρά, εμβέλεια, φάσμα, εύρος, γκάμα
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: gama
gama ir ko, gama baldai, gama 300, gama gama, gama skirstinys, gama kalbų žodynas graikų, gama graikiškai
Vertimai
- galvoti graikiškai - σκέφτομαι, σκέπτομαι, νομίζω, θεωρώ, πιστεύω, νομίζετε, σκεφτείτε, ...
- galėti graikiškai - κουτί, μπορώ, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
- gaminti graikiškai - εξαναγκάζω, προσκομίζω, φτιάχνω, παράγω, κατασκευάζω, οικοδομώ, κάνω, ...
- gamintojas graikiškai - κατασκευαστής, παραγωγός, κατασκευαστή, κατασκευαστή του, παρασκευαστή
Atsitiktiniai žodžiai
Gama graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: λέπι, κλίμακας, κλίμακα, κλιμάκωση, σειρά, εμβέλεια, φάσμα, εύρος, γκάμα
Vertimai: λέπι, κλίμακας, κλίμακα, κλιμάκωση, σειρά, εμβέλεια, φάσμα, εύρος, γκάμα