Gaminti graikiškai
Vertimas: gaminti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
εξαναγκάζω, προσκομίζω, φτιάχνω, παράγω, κατασκευάζω, οικοδομώ, κάνω, χτίζω, δημιουργώ, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: gaminti
gaminti tortus, gaminti maista, gaminti angliskai, gaminti velykų receptai, gaminti maista zaidimas, gaminti kalbų žodynas graikų, gaminti graikiškai
Vertimai
- galėti graikiškai - κουτί, μπορώ, να είναι σε θέση, είναι σε θέση, να μπορούν, να μπορεί, σε θέση
- gama graikiškai - λέπι, κλίμακας, κλίμακα, κλιμάκωση, σειρά, εμβέλεια, φάσμα, ...
- gamintojas graikiškai - κατασκευαστής, παραγωγός, κατασκευαστή, κατασκευαστή του, παρασκευαστή
- gaminys graikiškai - προϊόν, παραγωγή, προϊόντος, προϊόντων, του προϊόντος, το προϊόν
Atsitiktiniai žodžiai
Gaminti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: εξαναγκάζω, προσκομίζω, φτιάχνω, παράγω, κατασκευάζω, οικοδομώ, κάνω, χτίζω, δημιουργώ, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί
Vertimai: εξαναγκάζω, προσκομίζω, φτιάχνω, παράγω, κατασκευάζω, οικοδομώ, κάνω, χτίζω, δημιουργώ, παράγουν, παραγωγή, την παραγωγή, παράγει, παραχθεί