Ginti graikiškai
Vertimas: ginti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
υπερασπίζω, αμύνομαι, υπερασπίζομαι, κατοχυρώνω, προστατεύω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: ginti
ginti in english 1 to 100, ginti in urdu, ginti köln, ginti saugoti padėti, ginti in sanskrit, ginti kalbų žodynas graikų, ginti graikiškai
Vertimai
- ginklas graikiškai - μπράτσο, όπλο, χέρι, όπλου, όπλα, όπλων, το όπλο
- gintaras graikiškai - πορτοκαλί, κεχριμπάρι, κεχριμπαρένιο, κεχριμπαριού, κίτρινο
- ginčas graikiškai - καυγαδίζω, διαπληκτίζομαι, επιχείρημα, σειρά, διαμάχη, φιλονικία, γέρνω, ...
- ginčytis graikiškai - διαφωνώ, συζήτηση, επιχειρηματολογώ, φράχτης, διαπληκτίζομαι, φιλονικία, καβγάς, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Ginti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: υπερασπίζω, αμύνομαι, υπερασπίζομαι, κατοχυρώνω, προστατεύω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει
Vertimai: υπερασπίζω, αμύνομαι, υπερασπίζομαι, κατοχυρώνω, προστατεύω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει