Guvus graikiškai
Vertimas: guvus, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
σβέλτος, γοργός, εύστροφος, γρήγορος, ευκίνητος, ζωηρός, Spry, εργασίας Spry
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: guvus
guvus oü, guvus vencė, guvus protas, guvus tai, guvus zodynas, guvus kalbų žodynas graikų, guvus graikiškai
Vertimai
- guolis graikiškai - καταγώγιο, λημέρι, ρουλεμάν, έδρανο, φέρει, εδράνου, που φέρει
- gurkšnis graikiškai - πίνω, ποτό, μπουκιά, γουλιά, μπουκιάς, mouthful, μπουκιές
- gydyti graikiškai - κέρασμα, θεραπεύω, μεταχειρίζομαι, κερνώ, θεραπεία, τη θεραπεία, αντιμετώπιση, ...
- gydytojas graikiškai - ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
Atsitiktiniai žodžiai
Guvus graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: σβέλτος, γοργός, εύστροφος, γρήγορος, ευκίνητος, ζωηρός, Spry, εργασίας Spry
Vertimai: σβέλτος, γοργός, εύστροφος, γρήγορος, ευκίνητος, ζωηρός, Spry, εργασίας Spry