Iškrovimas graikiškai
Vertimas: iškrovimas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
άφεση, εκροή, απολύω, εκπυρσοκρότηση, εκφόρτωση, εκφόρτωσης, την εκφόρτωση, εκφορτώσεως, η εκφόρτωση
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: iškrovimas
akumuliatoriaus issikrovimas, iškrovimas kalbų žodynas graikų, iškrovimas graikiškai
Vertimai
- išimtis graikiškai - εξαίρεση, εκτός, εξαιρουμένων, πλην, εξαίρεσης
- iškeisti graikiškai - λογομαχία, ανταλλάσσω, διαφωνία, συνάλλαγμα, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ...
- iškyla graikiškai - εκδρομή, εκστρατεία, εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει
- išlaidos graikiškai - δαπάνη, δαπάνες, δαπανών, τις δαπάνες, δαπάνες που
Atsitiktiniai žodžiai
Iškrovimas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: άφεση, εκροή, απολύω, εκπυρσοκρότηση, εκφόρτωση, εκφόρτωσης, την εκφόρτωση, εκφορτώσεως, η εκφόρτωση
Vertimai: άφεση, εκροή, απολύω, εκπυρσοκρότηση, εκφόρτωση, εκφόρτωσης, την εκφόρτωση, εκφορτώσεως, η εκφόρτωση