Ištaka graikiškai
Vertimas: ištaka, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
πηγή, ρίζα, αρχή, προέλευση, έναρξη, κύρια πηγή, η πηγή ήταν, πηγή ήταν
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: ištaka
nemuno intakai, ištaka reikšmė, nilo ištaka, ištaka pelkė, ištaka uab, ištaka kalbų žodynas graikų, ištaka graikiškai
Vertimai
- išradimas graikiškai - εφεύρεση, καινοτομία, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, της εφεύρεσης
- išraiška graikiškai - έκφραση, έκφρασης, εκφράσεως, την έκφραση, η έκφραση
- ištisas graikiškai - ολόκληρος, ολικός, μεστός, γεμάτος, σύνολο, πλήρης, ολόκληρο, ...
- ištrauka graikiškai - επιλογή, εκχύλισμα, αποσπώ, πέρασμα, διέλευση, δίοδο, διόδου, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Ištaka graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: πηγή, ρίζα, αρχή, προέλευση, έναρξη, κύρια πηγή, η πηγή ήταν, πηγή ήταν
Vertimai: πηγή, ρίζα, αρχή, προέλευση, έναρξη, κύρια πηγή, η πηγή ήταν, πηγή ήταν