Kalinys graikiškai
Vertimas: kalinys, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
κατάδικος, φυλακισμένος, καταδικάζω, δέσμιος, αιχμάλωτος, κρατούμενος, κρατούμενο, κρατουμένου
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: kalinys
kalinys kalbų žodynas graikų, kalinys graikiškai
Vertimai
- kaliausė graikiškai - σκιάχτρο, σκιάχτρου, Scarecrow, σκιάχτρο που, σκιάχτρα
- kaligrafija graikiškai - καλλιγραφία, καλλιγραφίας, την καλλιγραφία, η καλλιγραφία, στην καλλιγραφία
- kalkakmenis graikiškai - ασβεστόλιθος, ασβεστόλιθο, ασβεστόλιθου, ασβεστολιθικά, ασβεστολίθου
- kalnakasys graikiškai - ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
Atsitiktiniai žodžiai
Kalinys graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: κατάδικος, φυλακισμένος, καταδικάζω, δέσμιος, αιχμάλωτος, κρατούμενος, κρατούμενο, κρατουμένου
Vertimai: κατάδικος, φυλακισμένος, καταδικάζω, δέσμιος, αιχμάλωτος, κρατούμενος, κρατούμενο, κρατουμένου