Kardas graikiškai
Vertimas: kardas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
στιγματίζω, ατσάλι, λεπίδα, μάρκα, ατσαλένιος, σφραγίδα, χάλυβας, σπαθί, ξίφος, το σπαθί, σπαθιού, το ξίφος
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: kardas
kardas parduoda, kardas zurnalas, kardas kalavijas, kardas akmenyje 1963, kardas akmenyje, kardas kalbų žodynas graikų, kardas graikiškai
Vertimai
- karas graikiškai - πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
- karbiuratorius graikiškai - καρμπυρατέρ, καρμπιρατέρ, του καρμπυρατέρ, εξαερωτήρας, το καρμπυρατέρ
- kareivinės graikiškai - στρατώνας, στρατώνες, αποδοκιμασίες, στρατώνα, στρατώνων, στρατόπεδα
- kareivis graikiškai - στρατιώτης, στρατιώτη, στρατιωτών, στρατιώτες, στρατιώτη που
Atsitiktiniai žodžiai
Kardas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: στιγματίζω, ατσάλι, λεπίδα, μάρκα, ατσαλένιος, σφραγίδα, χάλυβας, σπαθί, ξίφος, το σπαθί, σπαθιού, το ξίφος
Vertimai: στιγματίζω, ατσάλι, λεπίδα, μάρκα, ατσαλένιος, σφραγίδα, χάλυβας, σπαθί, ξίφος, το σπαθί, σπαθιού, το ξίφος