Karjeras graikiškai
Vertimas: karjeras, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
λάκκος, νταμάρι, ορυχείο, λατομείο, λατομείου, του λατομείου, λατομείων, λατομικών
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: karjeras
karjeras ignalina, karjeras marijampole, karjeras alytus, karjeras gariunu, karjeras utena, karjeras kalbų žodynas graikų, karjeras graikiškai
Vertimai
- karinis graikiškai - στρατιωτικός, στρατιωτική, στρατιωτικές, στρατιωτικών, στρατιωτικής
- karjera graikiškai - καριέρα, σταδιοδρομία, σταδιοδρομίας, την καριέρα, καριέρας
- karkasas graikiškai - σώμα, σκελετός, πλαισιώνω, πλαίσιο, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, ...
- karnavalas graikiškai - πανηγύρι, καρναβάλι, καρναβαλιού, αποκριάτικα, Αποκριάς, του καρναβαλιού
Atsitiktiniai žodžiai
Karjeras graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: λάκκος, νταμάρι, ορυχείο, λατομείο, λατομείου, του λατομείου, λατομείων, λατομικών
Vertimai: λάκκος, νταμάρι, ορυχείο, λατομείο, λατομείου, του λατομείου, λατομείων, λατομικών