Kilti graikiškai
Vertimas: kilti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
προβαίνω, προκαταβάλλω, εγείρομαι, προέρχομαι, προκύπτω, προχωρώ, πρόοδος, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: kilti
kilti bilietai, kilti karjeros laiptais angliskai, kilti kyla kilo, kilti sinonimai, kilti acessorios, kilti kalbų žodynas graikų, kilti graikiškai
Vertimai
- kilogramas graikiškai - κιλό, χιλιόγραμμο, χιλιογράμμου, χιλιόγραμμα
- kilometras graikiškai - χιλιόμετρο, χιλιομέτρων, χιλιομέτρου, χλμ, χιλιόμετρα
- kinas graikiškai - κινηματογραφικός, κινηματογράφος, σινεμά, κινηματογράφου, κινηματογράφο, cinema
- kinija graikiškai - Κίνα, Κίνας, την Κίνα, της Κίνας, η Κίνα
Atsitiktiniai žodžiai
Kilti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: προβαίνω, προκαταβάλλω, εγείρομαι, προέρχομαι, προκύπτω, προχωρώ, πρόοδος, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται
Vertimai: προβαίνω, προκαταβάλλω, εγείρομαι, προέρχομαι, προκύπτω, προχωρώ, πρόοδος, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, αυξάνονται