Kukurūzai graikiškai
Vertimas: kukurūzai, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
καλαμπόκι, αραβοσίτου, καλαμποκιού, το καλαμπόκι, αραβοσιτέλαιο
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: kukurūzai
kukurūzai su medumi, kukurūzai silosui, kukurūzai žiemai, kukurūzai su kondensuotu pienu, kukurūzai su karamele, kukurūzai kalbų žodynas graikų, kukurūzai graikiškai
Vertimai
- krūvis graikiškai - φροντίδα, κατηγορία, φορτίο, φορτίου, φόρτωσης, του φορτίου, φορτίων
- kuklumas graikiškai - ταπεινοφροσύνη, σεμνότητα, μετριοφροσύνη, μετριοπάθεια, σεμνότητας, τη σεμνότητα
- kukurūzas graikiškai - καλαμπόκι, αραβοσίτου, καλαμποκιού, το καλαμπόκι, αραβοσιτέλαιο
- kulinarija graikiškai - μαγειρική, μαγειρικής, κουζίνας, τοπικής κουζίνας, της τοπικής κουζίνας
Atsitiktiniai žodžiai
Kukurūzai graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: καλαμπόκι, αραβοσίτου, καλαμποκιού, το καλαμπόκι, αραβοσιτέλαιο
Vertimai: καλαμπόκι, αραβοσίτου, καλαμποκιού, το καλαμπόκι, αραβοσιτέλαιο