Lašėti graikiškai
Vertimas: lašėti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
καταβρέχω, σταλάζω, στάζω, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: lašėti
lašėti laša lašėjo, lašėti kalbų žodynas graikų, lašėti graikiškai
Vertimai
- lašas graikiškai - μειώνομαι, σταγόνα, δημητριακά, κόκκος, ρανίδα, σπυρί, πτώση, ...
- lašiša graikiškai - σολομός, σολομού, σολομό, του σολομού, σολωμού
- lažybos graikiškai - στοιχηματίζω, στοίχημα, στοιχήματος, στοίχημά, ποντάρισμα, όλες τις αποδόσεις
- ledas graikiškai - πάγος, πάγου, πάγο, με πάγο, παγωμένο
Atsitiktiniai žodžiai
Lašėti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: καταβρέχω, σταλάζω, στάζω, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
Vertimai: καταβρέχω, σταλάζω, στάζω, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει