Laukinis graikiškai
Vertimas: laukinis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
κόβω, απάνθρωπος, φαύλος, έπεσα, άγριος, βάρβαρος, χωράφι, πεδίο, τομέας, κτηνώδης, αισχρός, σκληρός, θηριώδης, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: laukinis
laukinis arklys, laukinis balandis, laukinis gyvenimas serialas, laukinis angelas, laukinis karpis, laukinis kalbų žodynas graikų, laukinis graikiškai
Vertimai
- lapė graikiškai - αλεπού, Fox, αλεπούς, Φοξ, αλεπούδων
- latakas graikiškai - οχετός, ρείθρο, αγωγός, αγωγού, αγωγό, αγωγών, πόρου
- laukti graikiškai - κοιτάζω, φαίνομαι, περιμένω, εμφάνιση, περίμενε, αναμένω, βλέμμα, ...
- laumžirgis graikiškai - δράκος, δράκο, δράκου, δράκοντα, δράκων
Atsitiktiniai žodžiai
Laukinis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: κόβω, απάνθρωπος, φαύλος, έπεσα, άγριος, βάρβαρος, χωράφι, πεδίο, τομέας, κτηνώδης, αισχρός, σκληρός, θηριώδης, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας
Vertimai: κόβω, απάνθρωπος, φαύλος, έπεσα, άγριος, βάρβαρος, χωράφι, πεδίο, τομέας, κτηνώδης, αισχρός, σκληρός, θηριώδης, άγρια, άγριων, άγριου, άγριας