Likutis graikiškai
Vertimas: likutis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
ησυχασμός, ζυγαριά, ξεκουράζομαι, κατάλοιπο, υπόλοιπος, ισοζύγιο, πλάστιγγα, υπόλοιπο, υπολειπόμενος, ισορροπία, ισορροπίας, ισοζυγίου
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: likutis
likutis swedbank, likutis rusiskai, likutis po remonto, likutis angliskai, saskaitos likutis, likutis kalbų žodynas graikų, likutis graikiškai
Vertimai
- likimas graikiškai - ειμαρμένη, πεπρωμένο, μοίρα, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα
- likti graikiškai - υπόλοιπος, μένω, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, παραμένω, διαμονή, παραμονή, ...
- linija graikiškai - ρυτίδα, γραμμή, παρατάσσω, επενδύω, γραμμής, σύμφωνα, line, ...
- liniuotė graikiškai - ιθύνω, ρίγα, αποφασίζω, βασιλεύω, χάρακας, κανόνας, κυβερνήτης, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Likutis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: ησυχασμός, ζυγαριά, ξεκουράζομαι, κατάλοιπο, υπόλοιπος, ισοζύγιο, πλάστιγγα, υπόλοιπο, υπολειπόμενος, ισορροπία, ισορροπίας, ισοζυγίου
Vertimai: ησυχασμός, ζυγαριά, ξεκουράζομαι, κατάλοιπο, υπόλοιπος, ισοζύγιο, πλάστιγγα, υπόλοιπο, υπολειπόμενος, ισορροπία, ισορροπίας, ισοζυγίου