Linksnis graikiškai
Vertimas: linksnis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
θήκη, περιστατικό, υπόθεση, βαλίτσα, του ενικού, ενικού, του ενικού αριθμού, ενικού αριθμού, πτώση του ενικού αριθμού
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: linksnis
linksnis su prielinksniu, linksnis kuriuo kreipiamasi, linksnis sauksmininkas, linksnis naudininkas, linksnis ir prielinksnis, linksnis kalbų žodynas graikų, linksnis graikiškai
Vertimai
- liniuotė graikiškai - ιθύνω, ρίγα, αποφασίζω, βασιλεύω, χάρακας, κανόνας, κυβερνήτης, ...
- linkis graikiškai - κυρτώνω, στροφή, καμπύλη, σκύβω, γέρνω, καμπυλώνεται, καμπυλώνω, ...
- linksniuoti graikiškai - κλίνω, μαρασμός, ξεπεσμός, κλίνει, στρεβλώνουν, κλίνουν, λυγίζω
- linksniuotė graikiškai - κλίση, κλίσης, κλιτική, Τα παρεπόμενα
Atsitiktiniai žodžiai
Linksnis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: θήκη, περιστατικό, υπόθεση, βαλίτσα, του ενικού, ενικού, του ενικού αριθμού, ενικού αριθμού, πτώση του ενικού αριθμού
Vertimai: θήκη, περιστατικό, υπόθεση, βαλίτσα, του ενικού, ενικού, του ενικού αριθμού, ενικού αριθμού, πτώση του ενικού αριθμού