Masinti graikiškai
Vertimas: masinti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
τράβηγμα, ζωγραφίζω, έλκω, τραβώ, επισύρω, προσελκύω, πανουργία, τέχνασμα, πανούργος, από πανουργία, σαγηνεύω
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: masinti
masinti reiksme, leah masinti, masinti kalbų žodynas graikų, masinti graikiškai
Vertimai
- maršrutas graikiškai - πορεία, διαδρομή, δρόμος, δρομολόγιο, διαδρομής, δρομολογίου, το δρομολόγιο
- masažas graikiškai - μασάζ, Massage, υδρομασάζ, για μασάζ
- masonai graikiškai - τοιχοποιία, τοιχοποιίας, τεκτονικών, λιθοδομή, τοιχοδομία
- mastelis graikiškai - κλίμακα, λέπι, κλίμακας, κλιμάκωση, μέγεθος, ζυγαριά
Atsitiktiniai žodžiai
Masinti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: τράβηγμα, ζωγραφίζω, έλκω, τραβώ, επισύρω, προσελκύω, πανουργία, τέχνασμα, πανούργος, από πανουργία, σαγηνεύω
Vertimai: τράβηγμα, ζωγραφίζω, έλκω, τραβώ, επισύρω, προσελκύω, πανουργία, τέχνασμα, πανούργος, από πανουργία, σαγηνεύω