Norma graikiškai
Vertimas: norma, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
κανονισμός, κανόνας, βασιλεύω, αποφασίζω, τιμή, αναλογία, ιθύνω, ρύθμιση, βαθμός, ποσοστό, ρυθμό
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: norma
norma labas, norma ballistic, norma opera, norma reloading data, norma jean, norma kalbų žodynas graikų, norma graikiškai
Vertimai
- nirtulingas graikiškai - άγριος, βάρβαρος, θηριώδης, μανιασμένος, άγρια, έντονος, άγριο, ...
- noras graikiškai - επιθυμία, ανάγκη, έλλειψη, καημός, θέλω, την επιθυμία, επιθυμίας, ...
- normalus graikiškai - φυσιολογικός, κανονικός, κανονική, κανονικής, κανονικές
- nors graikiškai - μολονότι, αν και, παρόλο, αν, παρόλο που
Atsitiktiniai žodžiai
Norma graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: κανονισμός, κανόνας, βασιλεύω, αποφασίζω, τιμή, αναλογία, ιθύνω, ρύθμιση, βαθμός, ποσοστό, ρυθμό
Vertimai: κανονισμός, κανόνας, βασιλεύω, αποφασίζω, τιμή, αναλογία, ιθύνω, ρύθμιση, βαθμός, ποσοστό, ρυθμό