Nuobodus graikiškai
Vertimas: nuobodus, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
βραδύς, βαρετός, μουχρός, μουντός, δυσάρεστος, ανιαρός, πληκτικός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: nuobodus
nuobodus sinonimas, nuobodus sportas, nuobodus zmogus, nuobodus vyras, nuobodus antonimas, nuobodus kalbų žodynas graikų, nuobodus graikiškai
Vertimai
- numizmatika graikiškai - νομισματολογία, Νομισματική, Νομισματικής, νομισματολογίας
- nuobodulys graikiškai - βαρεμάρα, οκνηρία, πλήξη, ανία, την πλήξη, πλήξης
- nuodas graikiškai - δηλητήριο, δηλητηρίου, δηλητηριάσεων, το δηλητήριο, δηλητηριώδη
- nuodingas graikiškai - δηλητηριώδης, τοξικός, τοξικές, τοξικά, τοξικών, τοξικό
Atsitiktiniai žodžiai
Nuobodus graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: βραδύς, βαρετός, μουχρός, μουντός, δυσάρεστος, ανιαρός, πληκτικός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Vertimai: βραδύς, βαρετός, μουχρός, μουντός, δυσάρεστος, ανιαρός, πληκτικός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές