Pagyvenęs graikiškai
Vertimas: pagyvenęs, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
ηλικιωμένος, ηλικίας, ηλικιωμένους, ηλικιωμένων, ηλικιωμένοι, ηλικιωμένο
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: pagyvenęs
pagyvenęs žmogus, pagyvenęs kalbų žodynas graikų, pagyvenęs graikiškai
Vertimai
- pagreitis graikiškai - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- pagrindinis graikiškai - μετρ, ηγετικός, κύριος, αφέντης, δεξιοτέχνης, κυριότερος, κύρια, ...
- painiava graikiškai - λαβύρινθος, σύγχυση, συγχύσεως, σύγχυσης, η σύγχυση, τη σύγχυση
- painus graikiškai - πολυσύνθετος, πολύπλοκος, περίπλοκος, σύνθετος, περίπλοκη, περίπλοκα, περίπλοκο, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Pagyvenęs graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: ηλικιωμένος, ηλικίας, ηλικιωμένους, ηλικιωμένων, ηλικιωμένοι, ηλικιωμένο
Vertimai: ηλικιωμένος, ηλικίας, ηλικιωμένους, ηλικιωμένων, ηλικιωμένοι, ηλικιωμένο