Paprastas graikiškai
Vertimas: paprastas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
προφανής, φαινομενικός, εναργής, κάμπος, συνήθης, έκδηλος, σκέτο, στοιχειώδης, συνηθισμένος, κοινός, πεδιάδα, εμφανής, σκέτος, απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: paprastas
paprastas obuoliu pyragas, paprastas biskvitas, paprastas varskes apkepas, paprastas pyragas su uogiene, paprastas varskes pyragas, paprastas kalbų žodynas graikų, paprastas graikiškai
Vertimai
- papildinys graikiškai - αντιτείνω, αντικείμενο, αντικειμένου, σκοπός, στόχος, αντικείμενο της
- paplūdimys graikiškai - γιαλός, ακτή, αμμουδιά, παραλία, παραλίας, θάλασσα, την παραλία, ...
- paprastumas graikiškai - απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
- paprotys graikiškai - έθιμο, χρήση, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
Atsitiktiniai žodžiai
Paprastas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: προφανής, φαινομενικός, εναργής, κάμπος, συνήθης, έκδηλος, σκέτο, στοιχειώδης, συνηθισμένος, κοινός, πεδιάδα, εμφανής, σκέτος, απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά
Vertimai: προφανής, φαινομενικός, εναργής, κάμπος, συνήθης, έκδηλος, σκέτο, στοιχειώδης, συνηθισμένος, κοινός, πεδιάδα, εμφανής, σκέτος, απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά