Paraštė graikiškai
Vertimas: paraštė, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
μεθόριος, περιθώριο, σύνορο, ρέλι, περιθωρίου, περιθώρια, το περιθώριο, περιθώριο του
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: paraštė
viršutinė paraštė, paraštė kalbų žodynas graikų, paraštė graikiškai
Vertimai
- parašas graikiškai - υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή, η υπογραφή, της υπογραφής
- parašiutas graikiškai - αλεξίπτωτο, αλεξίπτωτου, αλεξιπτώτου, αλεξίπτωτων, αλεξίπτωτου για
- pardavimas graikiškai - πώληση, την πώληση, πώλησης, προς πώληση, πωλήσεως
- parduotuvė graikiškai - προδίδω, βάζω, ψωνίζω, αποθηκεύω, μαγαζί, κατάστημα, shop, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Paraštė graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: μεθόριος, περιθώριο, σύνορο, ρέλι, περιθωρίου, περιθώρια, το περιθώριο, περιθώριο του
Vertimai: μεθόριος, περιθώριο, σύνορο, ρέλι, περιθωρίου, περιθώρια, το περιθώριο, περιθώριο του