Parama graikiškai
Vertimas: parama, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
υποστήριγμα, στήριγμα, συμπαράσταση, βοήθεια, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: parama
parama 2014, parama kaimo turizmui, parama kaimui, parama verslui, parama uab, parama kalbų žodynas graikų, parama graikiškai
Vertimai
- parakas graikiškai - πασπαλίζω, πούδρα, μπαρούτι, πυρίτιδα, πυρίτιδας, την πυρίτιδα, πυριτιδαποθήκη
- paralyžius graikiškai - παράλυση, παράλυσης, την παράλυση, παράλυση του, η παράλυση
- parazitas graikiškai - παράσιτο, παρασίτου, παρασίτων, παράσιτου, του παρασίτου
- parašas graikiškai - υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή, η υπογραφή, της υπογραφής
Atsitiktiniai žodžiai
Parama graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: υποστήριγμα, στήριγμα, συμπαράσταση, βοήθεια, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη
Vertimai: υποστήριγμα, στήριγμα, συμπαράσταση, βοήθεια, υποστήριξη, στήριξη, στήριξης, υποστήριξης, την υποστήριξη