Plonas graikiškai
Vertimas: plonas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
ελαφρύς, αραιώνω, λιγνός, αραιός, ψιλή, ψιλός, πρόστιμο, μικρός, αίθριος, φίνος, θίγω, προσβάλλω, αδυνατίζω, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: plonas
plonas telefonas, plonas liemuo, plonas chalatas, plonas porolonas, plonas permatomas audinys, plonas kalbų žodynas graikų, plonas graikiškai
Vertimai
- plokštuma graikiškai - επίπεδος, διαμέρισμα, αεροπλάνο, επίπεδο, επιπέδου, επίπεδο που, επίπεδο συμμετρίας
- plokščias graikiškai - επίπεδος, στάθμη, διαμέρισμα, επίπεδο, πλάνη, ροκάνι, επίπεδα, ...
- plotas graikiškai - κυριαρχία, περιοχή, μαχαλάς, περιφέρεια, έδαφος, έκταση, περιοχής, ...
- plotis graikiškai - φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Atsitiktiniai žodžiai
Plonas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: ελαφρύς, αραιώνω, λιγνός, αραιός, ψιλή, ψιλός, πρόστιμο, μικρός, αίθριος, φίνος, θίγω, προσβάλλω, αδυνατίζω, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Vertimai: ελαφρύς, αραιώνω, λιγνός, αραιός, ψιλή, ψιλός, πρόστιμο, μικρός, αίθριος, φίνος, θίγω, προσβάλλω, αδυνατίζω, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές