Posūkis graikiškai
Vertimas: posūkis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
σκύβω, ζάρωμα, καμπυλώνεται, πτυχή, διπλώνω, γέρνω, στροφή, σειρά, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: posūkis
posūkis į subjektą, posūkis rašyba, posūkis 2, posūkis į tahoe, posūkis į kairę, posūkis kalbų žodynas graikų, posūkis graikiškai
Vertimai
- postas graikiškai - σταθμός, δοκάρι, πόστο, ταχυδρομώ, θέση, ταχυδρομείο, μετά, ...
- posėdis graikiškai - αναμέτρηση, συνάντηση, πληρούν, συνεδριάσεων, που πληρούν, εκπλήρωση
- poteriauti graikiškai - προσεύχομαι, Προσευχήσου, προσεύχονται, προσευχηθείτε, προσεύχεστε
- potvarkis graikiškai - παραγγελία, διάταγμα, θεσπίζω, προσταγή, ρύθμιση, εντολή, θέσπισμα, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Posūkis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: σκύβω, ζάρωμα, καμπυλώνεται, πτυχή, διπλώνω, γέρνω, στροφή, σειρά, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Vertimai: σκύβω, ζάρωμα, καμπυλώνεται, πτυχή, διπλώνω, γέρνω, στροφή, σειρά, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του