Prietaringumas graikiškai
Vertimas: prietaringumas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
πρόληψη, δεισιδαιμονία, δεισιδαιμονίας, προλήψεις, δεισιδαιμονίες
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: prietaringumas
prietaringumas kalbų žodynas graikų, prietaringumas graikiškai
Vertimai
- prietaisas graikiškai - συσκευή, μηχάνημα, τέχνασμα, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
- prietaras graikiškai - πρόληψη, προκατάληψη, δεισιδαιμονία, δεισιδαιμονίας, προλήψεις, δεισιδαιμονίες
- prietema graikiškai - πέφτω, σουρούπωμα, εκπίπτω, πτώση, λυκόφως, σούρουπο, το σούρουπο, ...
- prievarta graikiškai - εξαναγκασμός, συστολή, εξαναγκασμού, καταναγκασμού, εξαναγκασμό, καταναγκασμό
Atsitiktiniai žodžiai
Prietaringumas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: πρόληψη, δεισιδαιμονία, δεισιδαιμονίας, προλήψεις, δεισιδαιμονίες
Vertimai: πρόληψη, δεισιδαιμονία, δεισιδαιμονίας, προλήψεις, δεισιδαιμονίες