Prievarta graikiškai
Vertimas: prievarta, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
εξαναγκασμός, συστολή, εξαναγκασμού, καταναγκασμού, εξαναγκασμό, καταναγκασμό
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: prievarta
prievarta kalbų žodynas graikų, prievarta graikiškai
Vertimai
- prietaringumas graikiškai - πρόληψη, δεισιδαιμονία, δεισιδαιμονίας, προλήψεις, δεισιδαιμονίες
- prietema graikiškai - πέφτω, σουρούπωμα, εκπίπτω, πτώση, λυκόφως, σούρουπο, το σούρουπο, ...
- prieš graikiškai - προτού, πριν, πριν να, πριν από, ενώπιον
- priešingas graikiškai - αντιστρέφω, απέναντι, αντίθετο, απέναντι από, αντίθετη, αντίθετες
Atsitiktiniai žodžiai
Prievarta graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: εξαναγκασμός, συστολή, εξαναγκασμού, καταναγκασμού, εξαναγκασμό, καταναγκασμό
Vertimai: εξαναγκασμός, συστολή, εξαναγκασμού, καταναγκασμού, εξαναγκασμό, καταναγκασμό