Procedūra graikiškai
Vertimas: procedūra, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
επεξεργάζομαι, διαδικασία, κατεργάζομαι, διαδικασίας, διαδικασία που, διαδικασία του, τη διαδικασία
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: procedūra
procedūra 6110, procedūra su vacu activ, procedūra reikšmė, procedūra blakstienoms „yumi lashes, procedūra 4071, procedūra kalbų žodynas graikų, procedūra graikiškai
Vertimai
- privatus graikiškai - ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
- problema graikiškai - ανάκριση, ανακρίνω, ζήτημα, ερώτηση, έρευνα, εξέταση, ερώτημα, ...
- procesas graikiškai - επεξεργάζομαι, διαδικασία, κατεργάζομαι, διεργασία, διαδικασίας, μέθοδος, διεργασίας
- procesija graikiškai - παρέλαση, πομπή, πομπής, περιφορά, λιτανεία, λιτάνευση
Atsitiktiniai žodžiai
Procedūra graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: επεξεργάζομαι, διαδικασία, κατεργάζομαι, διαδικασίας, διαδικασία που, διαδικασία του, τη διαδικασία
Vertimai: επεξεργάζομαι, διαδικασία, κατεργάζομαι, διαδικασίας, διαδικασία που, διαδικασία του, τη διαδικασία