Rėkti graikiškai
Vertimas: rėkti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
κλαίω, στριγκλίζω, φωνάζω, κραυγή, στριγγλίζω, κραυγάζω, τηλεφωνώ, κλήση, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: rėkti
rėkti sinonimai, sapnuoti rėkti, rėkti sapne, noriu rėkti, sapnininkas rėkti, rėkti kalbų žodynas graikų, rėkti graikiškai
Vertimai
- ryžtingas graikiškai - εταιρία, εδραίος, σταθερός, αποφασιστικός, αποφασισμένος, αποφασιστική, αποφασιστικά, ...
- rąstas graikiškai - φραγμός, στηρίγματα, κούτσουρο, συνδεθείτε, log, να συνδεθείτε, συνδέεστε
- rėmai graikiškai - σώμα, πλαίσιο, πλαισιώνω, σκελετός, κορνίζα, πλαισίου, καρέ, ...
- rėmimas graikiškai - συμπαράσταση, προαγωγή, προβολή, προώθηση, προώθησης, την προώθηση
Atsitiktiniai žodžiai
Rėkti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: κλαίω, στριγκλίζω, φωνάζω, κραυγή, στριγγλίζω, κραυγάζω, τηλεφωνώ, κλήση, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Vertimai: κλαίω, στριγκλίζω, φωνάζω, κραυγή, στριγγλίζω, κραυγάζω, τηλεφωνώ, κλήση, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει