Riebus graikiškai
Vertimas: riebus, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
λιπαρός, εύσαρκος, λίπος, χοντρός, τροφαντός, χόνδρος, παχύσαρκος, κρεμώδη, κρεμώδες, κρεμώδης, κρεμ, κρεμώδους
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: riebus
riebus biskvitas, riebus skystis naudojamas kosmetikai, riebus antonimas, riebus kuro misinys, riebus maistas, riebus kalbų žodynas graikų, riebus graikiškai
Vertimai
- riba graikiškai - περιορίζω, δεμένος, ρέλι, σύνορο, όριο, μεθόριος, ορίου, ...
- riebalai graikiškai - λίπος, χοντρός, χόνδρος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
- riekė graikiškai - μεγάλο κομμάτι, κομμάτι, χοντρό κομμάτι, παχιού τεμαχίου, το κομμάτι
- rietuvė graikiškai - στοιβάδα, ανάχωμα, σωρός, στοιβάζω, στοίβα, καπνοδόχος, στοίβας, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Riebus graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: λιπαρός, εύσαρκος, λίπος, χοντρός, τροφαντός, χόνδρος, παχύσαρκος, κρεμώδη, κρεμώδες, κρεμώδης, κρεμ, κρεμώδους
Vertimai: λιπαρός, εύσαρκος, λίπος, χοντρός, τροφαντός, χόνδρος, παχύσαρκος, κρεμώδη, κρεμώδες, κρεμώδης, κρεμ, κρεμώδους