Ryžtingas graikiškai
Vertimas: ryžtingas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
εταιρία, εδραίος, σταθερός, αποφασιστικός, αποφασισμένος, αποφασιστική, αποφασιστικά, αποφασιστικές
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: ryžtingas
ryžtingas reiksme, ryžtingas antonimas, ryžtingas sinonimai, ryžtingas angliškai, ryžtingas žmogus, ryžtingas kalbų žodynas graikų, ryžtingas graikiškai
Vertimai
- ryšys graikiškai - σχέση, σύνδεση, ανταπόκριση, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά
- ryžiai graikiškai - ρύζι, ρυζιού, το ρύζι, του ρυζιού, όρυζας
- rąstas graikiškai - φραγμός, στηρίγματα, κούτσουρο, συνδεθείτε, log, να συνδεθείτε, συνδέεστε
- rėkti graikiškai - κλαίω, στριγκλίζω, φωνάζω, κραυγή, στριγγλίζω, κραυγάζω, τηλεφωνώ, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Ryžtingas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: εταιρία, εδραίος, σταθερός, αποφασιστικός, αποφασισμένος, αποφασιστική, αποφασιστικά, αποφασιστικές
Vertimai: εταιρία, εδραίος, σταθερός, αποφασιστικός, αποφασισμένος, αποφασιστική, αποφασιστικά, αποφασιστικές