Sąmata graikiškai
Vertimas: sąmata, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
υπολογίζω, εκτίμηση, εκτίμησης, εκτιμήσεις, εκτίμηση της, προβλέψεων
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: sąmata
sąmata 2010, sąmata apskaitoje, sąmata sistela, sąmata reikšmė, sąmata angliškai, sąmata kalbų žodynas graikų, sąmata graikiškai
Vertimai
- sąjunga graikiškai - ένωση, σωματειακός, Ένωσης, της Ένωσης, ΕΕ, ενώσεως
- sąlyga graikiškai - πάθηση, κατάσταση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
- sąmojingas graikiškai - σπιρτόζος, πνευματώδης, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, πνευματώδες
- sąmonė graikiškai - αισθήσεις, επίγνωση, συνείδηση, συνείδησης, συνειδητότητα, συνείδησή, συνειδητότητας
Atsitiktiniai žodžiai
Sąmata graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: υπολογίζω, εκτίμηση, εκτίμησης, εκτιμήσεις, εκτίμηση της, προβλέψεων
Vertimai: υπολογίζω, εκτίμηση, εκτίμησης, εκτιμήσεις, εκτίμηση της, προβλέψεων