Santvarka graikiškai
Vertimas: santvarka, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
πολίτευμα, κυβέρνηση, καθεστώς, δίαιτα, δομή, δομής, διάρθρωση, κατασκευή, διάρθρωσης
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: santvarka
santvarka lietuvoje, demokratine santvarka, politine santvarka, santvarka vikipedija, vergovine santvarka, santvarka kalbų žodynas graikų, santvarka graikiškai
Vertimai
- santrumpa graikiškai - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
- santuoka graikiškai - ένωση, γάμος, σωματειακός, γάμου, γάμο, το γάμο, του γάμου
- sapnas graikiškai - όνειρο, ονειρεύομαι, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
- sapnuoti graikiškai - όνειρο, ονειρεύομαι, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
Atsitiktiniai žodžiai
Santvarka graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: πολίτευμα, κυβέρνηση, καθεστώς, δίαιτα, δομή, δομής, διάρθρωση, κατασκευή, διάρθρωσης
Vertimai: πολίτευμα, κυβέρνηση, καθεστώς, δίαιτα, δομή, δομής, διάρθρωση, κατασκευή, διάρθρωσης