Sloga graikiškai
Vertimas: sloga, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
κρυολόγημα, κρύος, πούντα, καταρροή, ρινική καταρροή, συνάχι, μύτη που τρέχει, ρινόρροια
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: sloga
sloga nestumo metu, sloga vaistai, sloga kudikiui, sloga gydymas, sloga kosulys, sloga kalbų žodynas graikų, sloga graikiškai
Vertimai
- slibinas graikiškai - δράκος, δράκων, δράκοντας, δράκο, δράκου
- sliekas graikiškai - σκουληκαντέρα, γαιοσκωλήκων, γεωσκώληκας, γαιοσκώληκας, γαιοσκώληκα
- sluoksnis graikiškai - στρώμα, κρεβάτι, στιβάδα, στρώση, στοιβάδα, στρώματος
- slyva graikiškai - δαμάσκηνο, δαμάσκηνου, δαμάσκηνων, δαμάσκηνα, δαμασκήνων
Atsitiktiniai žodžiai
Sloga graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: κρυολόγημα, κρύος, πούντα, καταρροή, ρινική καταρροή, συνάχι, μύτη που τρέχει, ρινόρροια
Vertimai: κρυολόγημα, κρύος, πούντα, καταρροή, ρινική καταρροή, συνάχι, μύτη που τρέχει, ρινόρροια