Spyris graikiškai
Vertimas: spyris, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
μπότα, κλοτσώ, λάκτισμα, κλωτσιά, χαμένη ευκαιρία, χαμένη ευκαιρία για, χαμένη ευκαιρία για την
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: spyris
spyris nevezis, spyris kaunas nevezis, spyris zalgirietis, spyris fk, spyris i kiausus, spyris kalbų žodynas graikų, spyris graikiškai
Vertimai
- spyglys graikiškai - βελόνα, αγκάθι, αγκάθια, το αγκάθι, ακίδα, αγκαθιών
- spyna graikiškai - κλειδαριά, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλειδώνει, κλειδώστε
- spyruoklė graikiškai - άνοιξη, αναπηδώ, εκτινάσσομαι, ελατήριο, ελατηρίου, την άνοιξη, άνοιξης
- spąstai graikiškai - παγιδεύω, παγίδα, παγίδας, παγιδεύουν, παγίδευσης, την παγίδα
Atsitiktiniai žodžiai
Spyris graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: μπότα, κλοτσώ, λάκτισμα, κλωτσιά, χαμένη ευκαιρία, χαμένη ευκαιρία για, χαμένη ευκαιρία για την
Vertimai: μπότα, κλοτσώ, λάκτισμα, κλωτσιά, χαμένη ευκαιρία, χαμένη ευκαιρία για, χαμένη ευκαιρία για την