Subtilus graikiškai
Vertimas: subtilus, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
ψιλή, μαλθακός, αίθριος, λεπτός, εύθραυστος, πρόστιμο, φίνος, αδύναμος, ευαίσθητος, λεπτή, λεπτό, ευαίσθητη
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: subtilus
subtilus sinonimas, subtilus humoras, subtilus mezgimas, subtilus reiksme, subtilus ombre, subtilus kalbų žodynas graikų, subtilus graikiškai
Vertimai
- subankrutavęs graikiškai - χρεοκοπημένος, έσπασε, ξέσπασε, έσπασαν, έσπασε το, ξέσπασαν
- subsidija graikiškai - επιδότηση, επιχορήγηση, επιδότησης, επιδοτήσεων, επιχορήγησης
- sudaryti graikiškai - συμπεραίνω, δελτίο, συμβόλαιο, συμπεραίνομαι, καταλήγω, μορφή, προσβάλλομαι, ...
- sudaužyti graikiškai - πλάνη, στάθμη, επίπεδο, ροκάνι, σπάσιμο, Smash, συντριβή, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Subtilus graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: ψιλή, μαλθακός, αίθριος, λεπτός, εύθραυστος, πρόστιμο, φίνος, αδύναμος, ευαίσθητος, λεπτή, λεπτό, ευαίσθητη
Vertimai: ψιλή, μαλθακός, αίθριος, λεπτός, εύθραυστος, πρόστιμο, φίνος, αδύναμος, ευαίσθητος, λεπτή, λεπτό, ευαίσθητη