Tęstis graikiškai
Vertimas: tęstis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
εκτείνομαι, επεκτείνω, εκτείνω, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: tęstis
tęstis rašyba, tęstis kalbų žodynas graikų, tęstis graikiškai
Vertimai
- tėvynė graikiškai - σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
- tęsti graikiškai - κρατώ, προχωρώ, κατακρατώ, εξακολουθώ, προβαίνω, να συνεχίσει, συνεχίσει, ...
- tūkstantis graikiškai - μεγάλος, σπουδαίος, λαμπρός, χίλια, χιλιάδες, χιλ, χιλιάδων, ...
- tūkstantmetis graikiškai - χιλιετηρίδα, χιλιετίας, χιλιετία, Millennium, της Χιλιετίας
Atsitiktiniai žodžiai
Tęstis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: εκτείνομαι, επεκτείνω, εκτείνω, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν
Vertimai: εκτείνομαι, επεκτείνω, εκτείνω, να συνεχίσει, συνεχίσει, να συνεχίσουν, συνεχίζουν, συνεχίσουν