Taupyti graikiškai
Vertimas: taupyti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αποταμιεύω, εκτός, διατηρώ, αποκρούω, διασώζω, συντηρώ, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: taupyti
taupyti angliskai, taupyti vandeni, taupyti energija, taupyti ar investuoti, taupyti kura, taupyti kalbų žodynas graikų, taupyti graikiškai
Vertimai
- tau graikiškai - εσείς, σας, μπορείτε, που, θα
- taupus graikiškai - οικονόμος, λιτός, φειδωλοί, οικονόμο, οικονόμοι
- taurė graikiškai - κύπελλο, φλιτζάνι, κούπα, φλυτζάνι, κυπέλλου
- tauta graikiškai - ιθαγένεια, υπηκοότητα, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
Atsitiktiniai žodžiai
Taupyti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αποταμιεύω, εκτός, διατηρώ, αποκρούω, διασώζω, συντηρώ, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Vertimai: αποταμιεύω, εκτός, διατηρώ, αποκρούω, διασώζω, συντηρώ, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε