Tuštybė graikiškai
Vertimas: tuštybė, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
φιλαυτία, κενοδοξία, αλαζονεία, έπαρση, ματαιότητα, ματαιοδοξία, ματαιοδοξίας, τη ματαιοδοξία, η ματαιοδοξία
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: tuštybė
tuštybė ir prietarai, tuštybių tuštybė, tuštybė kalbų žodynas graikų, tuštybė graikiškai
Vertimai
- turėti graikiškai - μούστος, έχω, πρέπει, περιλαμβάνω, ενσωματώνω, περιέχω, έχε, ...
- tuzinas graikiškai - δωδεκάδα, δώδεκα, ντουζίνα, δεκάδες, δωδεκάδες
- tuščias graikiškai - υπόκωφος, ξιπασμένος, άγονος, εγωκεντρικός, μάταιος, κοίλος, κούφιος, ...
- tuščiaviduris graikiškai - κούφιος, υπόκωφος, κοίλος, βαθουλωμένος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
Atsitiktiniai žodžiai
Tuštybė graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: φιλαυτία, κενοδοξία, αλαζονεία, έπαρση, ματαιότητα, ματαιοδοξία, ματαιοδοξίας, τη ματαιοδοξία, η ματαιοδοξία
Vertimai: φιλαυτία, κενοδοξία, αλαζονεία, έπαρση, ματαιότητα, ματαιοδοξία, ματαιοδοξίας, τη ματαιοδοξία, η ματαιοδοξία