Tvirtas graikiškai
Vertimas: tvirtas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
γρήγορα, αυστηρός, συμπαγής, αδιάλλακτος, σταθερός, ισχυρός, άτεγκτος, άκαμπτος, εταιρία, στερεός, γρήγορος, εδραίος, αλύγιστος, ανθεκτικό, και ανθεκτικό, εύρωστη
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: tvirtas
tvirtas pilvo presas, tvirtas kunas, tvirtas bernas susisuke kelnes, tvirtas sinonimas, tvirtas kobaltas 2014, tvirtas kalbų žodynas graikų, tvirtas graikiškai
Vertimai
- tvenkinys graikiškai - πισίνα, λιμνούλα, λίμνη, λίμνης, δεξαμενή, λιμνών
- tvirtai graikiškai - γρήγορα, γρήγορος, εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας
- tvirtovė graikiškai - κάστρο, οχυρό, φρούριο, προπύργιο, οχυρού, το οχυρό
- tvora graikiškai - ξιφασκία, φράχτης, φράκτης, φράχτη, φράκτη, περίφραξη, περίφραξης
Atsitiktiniai žodžiai
Tvirtas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: γρήγορα, αυστηρός, συμπαγής, αδιάλλακτος, σταθερός, ισχυρός, άτεγκτος, άκαμπτος, εταιρία, στερεός, γρήγορος, εδραίος, αλύγιστος, ανθεκτικό, και ανθεκτικό, εύρωστη
Vertimai: γρήγορα, αυστηρός, συμπαγής, αδιάλλακτος, σταθερός, ισχυρός, άτεγκτος, άκαμπτος, εταιρία, στερεός, γρήγορος, εδραίος, αλύγιστος, ανθεκτικό, και ανθεκτικό, εύρωστη