Užpulti graikiškai
Vertimas: užpulti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
επίθεση, επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: užpulti
užpulti kalbų žodynas graikų, užpulti graikiškai
Vertimai
- užmokestis graikiškai - πληρώνω, αποδοχές, απολαβές, πληρωμή, μισθός, μισθοί, ημερομίσθια, ...
- užpakalis graikiškai - κουτί, υποστηρίζω, πισινό, μπορώ, πλάτη, μόρτης, κουτουλώ, ...
- užpuolimas graikiškai - επίθεση, επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, προσβολή, επίθεσης, επιθέσεων, κακοποίηση
- užraktas graikiškai - κλειδαριά, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλειδώνει, κλειδώστε
Atsitiktiniai žodžiai
Užpulti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: επίθεση, επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Vertimai: επίθεση, επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής