Ugdyti graikiškai
Vertimas: ugdyti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αναπτύσσομαι, αναπτύσσω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: ugdyti
ugdyti angliskai, ugdyti vikipedija, ugdyti valia, ugdyti save prabanga, ugdyti save, ugdyti kalbų žodynas graikų, ugdyti graikiškai
Vertimai
- tūkstantis graikiškai - μεγάλος, σπουδαίος, λαμπρός, χίλια, χιλιάδες, χιλ, χιλιάδων, ...
- tūkstantmetis graikiškai - χιλιετηρίδα, χιλιετίας, χιλιετία, Millennium, της Χιλιετίας
- ugniagesys graikiškai - πυροσβέστης, πυροσβέστη, πυροσβεστικές, πυροσβεστών, πυροσβεστικής
- ugnikalnis graikiškai - τρύπα, ηφαίστειο, διέξοδος, ηφαιστείου, το ηφαίστειο, στο ηφαίστειο, του ηφαιστείου
Atsitiktiniai žodžiai
Ugdyti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αναπτύσσομαι, αναπτύσσω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν
Vertimai: αναπτύσσομαι, αναπτύσσω, αναπτύξουν, να αναπτύξουν, αναπτύξει, να αναπτύξει, αναπτύσσουν