Vaikas graikiškai
Vertimas: vaikas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
ελάσσων, παιδί, ασήμαντος, πιτσιρίκος, μικρός, υπεξούσιος, κατσικάκι, νεαρός, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: vaikas
vaikas vemia, vaikas musasi, vaikas karsciuoja, vaikas kosti, vaikas 44, vaikas kalbų žodynas graikų, vaikas graikiškai
Vertimai
- vaidmuo graikiškai - χωρίζω, ρόλος, μερίδιο, χαρακτήρας, ρόλο, ρόλου, το ρόλο, ...
- vaiduoklis graikiškai - σκιά, φάντασμα, φαντασμάτων, φαντάσματα, ghost
- vaikinas graikiškai - τύπος, άντρας, παιδί, συνάδελφος, αγόρι, άνθρωπος, τύπο, ...
- vaikystė graikiškai - παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, την παιδική ηλικία, παιδική, παιδικής
Atsitiktiniai žodžiai
Vaikas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: ελάσσων, παιδί, ασήμαντος, πιτσιρίκος, μικρός, υπεξούσιος, κατσικάκι, νεαρός, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
Vertimai: ελάσσων, παιδί, ασήμαντος, πιτσιρίκος, μικρός, υπεξούσιος, κατσικάκι, νεαρός, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού