Varžytis graikiškai
Vertimas: varžytis, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: varžytis
varžytis zodynas, varžytis angliškai, varžytis kalbų žodynas graikų, varžytis graikiškai
Vertimai
- varžovas graikiškai - διαγωνιζόμενος, διαγωνισμός, συναγωνισμός, παραβγαίνω, αντίζηλος, αντίπαλος, ανταγωνιστής, ...
- varžybos graikiškai - συνταιριάζω, συναγωνισμός, ταιριάζω, σπίρτο, αντιπαράθεση, διαγωνισμός, αγώνας, ...
- vasara graikiškai - καλοκαίρι, θερινός, καλοκαιριού, το καλοκαίρι, του καλοκαιριού, καλοκαιρινές
- vasarnamis graikiškai - εξοχικό, εξοχική, summerhouse, κιόσκι
Atsitiktiniai žodžiai
Varžytis graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Vertimai: διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται