Vargšas graikiškai
Vertimas: vargšas, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
χάλια, οικτρός, κακόμοιρος, άθλιος, φτωχός, πενιχρός, άτυχος, ελεεινός, αξιολύπητος, καημένος, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: vargšas
vargšas žmogus ir velnias, vargšas jorikas, sapnininkas vargšas, vargšas ir besotis, vargšas angliškai, vargšas kalbų žodynas graikų, vargšas graikiškai
Vertimai
- vardininkas graikiškai - ονομαστικός, ονομαστική πτώση, ονομαστική, ονομαστικές, ονομαστικά, ονομαστική του
- vargas graikiškai - μιζέρια, δυστυχία, αθλιότητα, δυστυχίας, τη δυστυχία
- variklis graikiškai - μηχανή, κινητήρας, κινητήρα, του κινητήρα, κινητήρων
- varis graikiškai - χαλκός, χαλκού, χαλκό, του χαλκού, ο χαλκός
Atsitiktiniai žodžiai
Vargšas graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: χάλια, οικτρός, κακόμοιρος, άθλιος, φτωχός, πενιχρός, άτυχος, ελεεινός, αξιολύπητος, καημένος, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
Vertimai: χάλια, οικτρός, κακόμοιρος, άθλιος, φτωχός, πενιχρός, άτυχος, ελεεινός, αξιολύπητος, καημένος, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές