Vertinti graikiškai
Vertimas: vertinti, Žodynas: lietuvių » graikų
Originalo kalba:
lietuvių
Norima kalba:
graikų
Vertimai:
αναλογία, βαθμολογώ, βαθμίδα, διακυμαίνομαι, κατατάσσω, φάσμα, βαθμός, τοποθετώ, παραγγελία, εντολή, μέρος, εμβέλεια, παραγγέλλω, προσταγή, τιμή, τόπος, αξιολογούν, αξιολόγηση, αξιολογεί, αξιολογήσει, εκτιμήσει
Susiję žodžiai
Kitos kalbos
Susiję žodžiai: vertinti
vertinti tai ka turi, vertinti reiksme, vertinti zodynas, vertinti rusiskai, vertinti gyvenima, vertinti kalbų žodynas graikų, vertinti graikiškai
Vertimai
- vertimas graikiškai - παρόρμηση, συστολή, εξαναγκασμός, μετάφραση, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, ...
- vertingas graikiškai - πλούσιος, τιμαλφής, πολύτιμος, πολύτιμη, πολύτιμο, πολύτιμες, πολύτιμα
- vertė graikiškai - κοστίζω, κόστος, αξία, δαπάνη, τιμή, εκτιμώ, αξίας, ...
- vertėjas graikiškai - διερμηνέας, μεταφραστής, Online μεταφραστής, μεταφραστή, Translator, μεταφράστρια
Atsitiktiniai žodžiai
Vertinti graikiškai - Žodynas: lietuvių » graikų
Vertimai: αναλογία, βαθμολογώ, βαθμίδα, διακυμαίνομαι, κατατάσσω, φάσμα, βαθμός, τοποθετώ, παραγγελία, εντολή, μέρος, εμβέλεια, παραγγέλλω, προσταγή, τιμή, τόπος, αξιολογούν, αξιολόγηση, αξιολογεί, αξιολογήσει, εκτιμήσει
Vertimai: αναλογία, βαθμολογώ, βαθμίδα, διακυμαίνομαι, κατατάσσω, φάσμα, βαθμός, τοποθετώ, παραγγελία, εντολή, μέρος, εμβέλεια, παραγγέλλω, προσταγή, τιμή, τόπος, αξιολογούν, αξιολόγηση, αξιολογεί, αξιολογήσει, εκτιμήσει