Ķildoties grieķu valodā

Tulkojums: ķildoties, Vārdnīca: latviešu » grieķu

Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
καυγάς, διαφωνία, διαπληκτίζομαι, αποφάγια, καυγαδίζω, διεκδικώ, διένεξη, φιλονικία, λογομαχία, από λογομαχία, λογομαχώ, διαπληκτίζονται
Ķildoties grieķu valodā
Saistīti vārdi
Citas Valodas

Saistīti vārdi: ķildoties

ķildoties sinonīmi, ķildoties valodas vārdnīca grieķu, ķildoties grieķu valodā

Tulkojumi

  • ķerra grieķu valodā - τύμβος, χειράμαξα, καρότσι, καροτσάκι, wheelbarrow, χειραμαξίων
  • ķilda grieķu valodā - σειρά, φιλονικία, διαπληκτίζομαι, καυγάς, καβγάς, καυγαδίζω, κωπηλατώ, ...
  • ķiploks grieķu valodā - σκόρδο, το σκόρδο, σκόρδου, σκόρδα, τα σκόρδα
  • ķirbis grieķu valodā - κολοκύθα, κολοκύθι, νεροκολόκυθο, κολοκύνθη, κολοκύθας, κολοκυθών
Nejauši vārdi
Ķildoties grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: καυγάς, διαφωνία, διαπληκτίζομαι, αποφάγια, καυγαδίζω, διεκδικώ, διένεξη, φιλονικία, λογομαχία, από λογομαχία, λογομαχώ, διαπληκτίζονται